ἄσπρος — asper masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άσπρος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 912 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στην κοιλάδα του Αξιού, κοντά στα σύνορα με τον νομό Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. * * * η, ο (AM ἄσπρος, η, ο) ο λευκός μσν. νεοελλ. 1. ο ασημένιος… … Dictionary of Greek
άσπρος — η, ο 1. λευκός: Στην πόλη αυτή της Αφρικής οι άσπροι είναι λίγοι, η μεγάλη πλειονότητα είναι μαύροι. 2. το ουδ. στον πληθ., άσπρα τα λευκά ρούχα: Ήταν όλες ντυμένες στ άσπρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄσπρα — ἄσπρος asper neut nom/voc/acc pl ἄσπρᾱ , ἄσπρος asper fem nom/voc/acc dual ἄσπρᾱ , ἄσπρος asper fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσπραι — ἄσπρος asper fem nom/voc pl ἄσπρᾱͅ , ἄσπρος asper fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσπρον — ἄσπρος asper masc acc sg ἄσπρος asper neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσπρων — ἄσπρος asper fem gen pl ἄσπρος asper masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπροτάτην — ἄσπρος asper fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσπρη — ἄσπρος asper fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσπρην — ἄσπρος asper fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσπροι — ἄσπρος asper masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)